Ολόγυρα ερείπια, σιδηρικά, σωροί από χαλάσματα και ένα αλσύλλιο από αγαύες σε ένα ανασκαμμένο από τις νάρκες και τις μάχες έδαφος. Λίγο πιο κάτω, στα δεξιά, στο μέσον ενός κήπου που είναι πια ένα ακαθόριστο τοπίο, ορθώνεται η πρόσοψη ενός μεγάλου κτιρίου από το οποίο έχουν μείνει μόνο οι τοίχοι... (ήταν το σχολείο του αγίου Κασιανού..)
Είμαστε δυο βήματα ακριβώς από την οχύρωση που φράσσει το ανατολικό μέρος της παλιάς πόλης κι ωστόσο οι θόρυβοι της σύγχρονης πόλης δεν φτάνουν παρά υπόκωφοι. Ναι, πρόκειται για ένα περιχαρακωμένο από ερείπια και σιωπή πεδία μέσα στον intra-muros λαβύρινθο της παλιάς πόλης, που η ίδια βρίσκεται εγκιβωτισμένη μέσα στη σύγχρονη πόλη. Πρόκειται επίσης για ένα ταξίδι στο χρόνο.
Για τις ζούγκλες : ...αρχίζουν οι τυφλές προσόψεις όπου διασταυρώνονται αγκαθωτοί θάμνοι και κισσοί. Αναρωτιέμαι τι όνομα να δώσω σε αυτούς του κήπους που ξανάγιναν άγριοι, σε αυτό το όργιο από αγριόχορτα, σ αυτούς τους τοίχους που έχουν καταληφθεί από την παραληρηματική άνθηση των ιβίσκων. Η φύση ξαναπήρε για τα καλά τα δικαιώματά της, αλλά ποια δικαιώματα ακριβώς; ...... Ακριβώς λίγο πιο πέρα αφού προσπεράσει κανείς τις νεκρές προσόψεις, δέντρα, ψηλά δέντρα έχουν φυτρώσει στο εσωτερικό των κτιρίων.
.... έτσι που σ΄ αυτούς τοι τοίχους-φαντάσματα να μετρά κανείς τη διάρκεια και το εύρος της καταστροφής με το ύψος των δέντρων. Ίσως γι αυτό η Νεκρή Ζώνη να ονομάζεται ειρωνικά Πράσινη γραμμή;
Άννη Κούπη
Monument of the moon
Ένα ρόδι από τη buffer zone. Το μόνο σημάδι, το μόνο ενθαρρυντικό σύμβολο που είδα και πήρα από αυτό το εκτός χρόνου τοπίο. Το ρόδι ήταν ο αγαπημένος καρπός της Περσεφόνης, της θεάς του κάτω Κόσμου, που εδώ θα έβρισκε απολύτως τη θέση της. Είμαι στη χώρα των νεκρών και προχωρώ με ένα ρόδι στο χέρι. Για να το φέρω κι εγώ, όπως ο Ορφέας, στη χώρα των ζωντανών. (σελ 47)
Το μπλε τρακτέρ.
Αρχικά υπήρχε ένα κτίσμα για να στεγάζει ένα τρακτέρ, που βρισκόταν εκεί αχρηστευμένο. Ένα τρακτέρ χρώματος μπλε. Όταν έγινε ξαφνικά η κόλαση του Αυγούστου, ο ιδιοκτήτης του τρακτέρ το σκάσε χωρίς να αναζητήσει τα υπάρχοντά του, όπως είπαν, εν παύση περιπτώσει άφησε το τρακτέρ ακινητοποιημένο εκεί για μερικά χρόνια. Ώσπου μια μέρα, το 1985 γύρισε και το απαίτησε! Του το επέστρεψαν λοιπόν. Το μόνο προβλήματα ήταν πως η θέση αυτή είχε σηματοδοτηθεί με την ονομασία Μπλε Τρακτέρ. Για να μην είναι λάθος οι χάρτες και για να παραμείνει το τοπωνύμια, οι υπεύθυνοι αναζήτησαν απεγνωσμένα ένα άλλο μπλε τρακτέρ στο νησί. Όμως βρήκαν μόνο ένα παιδικά τρακτέρ. Το έβαλαν λοιπόν εκεί κάτω από το δέντρο, η μάλλον το θάμνο για να περιμένει ίσως με τη σειρά του τον ιδιοκτήτη του – που πρέπει να μεγάλωσε να έρθει κι αυτός να το αναζητήσει.
... μέσα σε ένα μεγάλο κτίριο από το οποίο έχουν μείνει μόνο οι τοίχοι, μεγαλώνουν συκιές, ευκάλυπτοι, ελιές, ψευδοακακίες, χαρουπιές και φοίνικες. Μια μικρή Εδέμ στη καρδιά της αστικής ερήμου. Ένα θρόισμα ζωής στον κόλπο της μεταλλικής σιωπής.
... εδώ τα δέντρα αντικαθιστούν τα αστέρια για να αναδείξουν την παλαιότητα και το μεγαλείο των τόπων !
Τὸ σπίτι κοντὰ στὴ θάλασσα
Τὰ σπίτια ποὺ εἶχα μου τὰ πῆραν. Ἔτυχε
νά᾿ ναι τὰ χρόνια δίσεχτα πόλεμοι χαλασμοὶ ξενιτεμοὶ
κάποτε ὁ κυνηγὸς βρίσκει τὰ διαβατάρικα πουλιὰ
κάποτε δὲν τὰ βρίσκει- τὸ κυνήγι
ἦταν καλὸ στὰ χρόνια μου, πῆραν πολλοὺς τὰ σκάγια-
οἱ ἄλλοι γυρίζουν ἢ τρελαίνουνται στὰ καταφύγια.
Μὴ μοῦ μιλᾶς γιὰ τ᾿ ἀηδόνι μήτε γιὰ τὸν κορυδαλλὸ
μήτε γιὰ τὴ μικρούλα σουσουράδα
ποὺ γράφει νούμερα στὸ φῶς μὲ τὴν οὐρά της-
δὲν ξέρω πολλὰ πράγματα ἀπὸ σπίτια
ξέρω πὼς ἔχουν τὴ φυλή τους, τίποτε ἄλλο.
Καινούργια στὴν ἀρχή, σὰν τὰ μωρὰ
ποὺ παίζουν στὰ περβόλια μὲ τὰ κρόσσια τοῦ ἥλιου,
κεντοῦν παράθροφυλλα χρωματιστὰ καὶ πόρτες
γυαλιστερὲς πάνω στὴ μέρα-
ὅταν τελειώσει ὁ ἀρχιτέκτονας ἀλλάζουν,
ζαρώνουν ἢ χαμογελοῦν ἢ ἀκόμη πεισματώνουν
μ᾿ ἐκείνους ποὺ ἔμειναν μ᾿ ἐκείνους ποὺ ἔφυγαν
μ᾿ ἄλλους ποὺ θὰ γυρίζανε ἂν μποροῦσαν
ἢ ποὺ χάθηκαν, τώρα ποὺ ἔγινε
ὁ κόσμος ἕνα ἀπέραντο ξενοδοχεῖο.
Δὲν ξέρω πολλὰ πράγματα ἀπὸ σπίτια,
θυμᾶμαι τὴ χαρά τους καὶ τὴ λύπη τους
καμιὰ φορά, σὰ σταματήσω-
ἀκόμη
καμιὰ φορά, κοντὰ στὴ θάλασσα, σὲ κάμαρες γυμνὲς
μ᾿ ἕνα κρεβάτι σιδερένιο χωρὶς τίποτε δικό μου
κοιτάζοντας τὴ βραδινὴν ἀράχνη συλλογιέμαι
πὼς κάποιος ἑτοιμάζεται νὰ ῾ρθεῖ, πὼς τὸν στολίζουν
μ᾿ ἄσπρα καὶ μαῦρα ροῦχα μὲ πολύχρωμα κοσμήματα
καὶ γύρω του μιλοῦν σιγὰ σεβάσμιες δέσποινες
γκρίζα μαλλιὰ καὶ σκοτεινὲς δαντέλες,
πὼς ἑτοιμάζεται νὰ ᾿ ρθει νὰ μ᾿ ἀποχαιρετήσει-
ἤ, μιὰ γυναίκα ἐλικοβλέφαρη βαθύζωνη
γυρίζοντας ἀπὸ λιμάνια μεσημβρινά,
Σμύρνη Ρόδο Συρακοῦσες Ἀλεξάντρεια,
ἀπὸ κλειστὲς πολιτεῖες σὰν τὰ ζεστὰ παράθυροφυλλα,
μὲ ἀρώματα χρυσῶν καρπῶν καὶ βότανα,
πὼς ἀνεβαίνει τὰ σκαλιὰ χωρὶς νὰ βλέπει
ἐκείνους ποὺ κοιμήθηκαν κάτω ἀπ᾿ τὴ σκάλα.
Ξέρεις τὰ σπίτια πεισματώνουν εὔκολα, σὰν τὰ γυμνώσεις.
Σεφέρης
No comments:
Post a Comment