Jun 28, 2011

Σύνορα και γέφυρες σελ 303

Παραδοξότητα του συνόρου : δημιουργημένα από επαφές, τα σημεία διαφοροποίησης ανάμεσα σε δύο σώματα είναι επίσης κοινά. Η σύζευξη και η διάζευξη είναι αδιαχώριστες. Aπό τα δύο σώματα σε επαφή, ποιο κατέχει το σύνορο που τα διακρίνει; Ούτε το ένα ούτε το άλλο. Δηλαδή κανένας;

Ο ποταμός, ο τοίχος ή το δέντρο, φτιάχνουν σύνορο...

Η ομιλία του συνόρου, δημιουργεί επικοινωνία όσο και διαχωρισμό και μάλιστα το όριο το θέτει απλώς λέγοντας τι το διασχίζει, προερχόμενο από τον άλλο. Συναρθρώνει. Είναι επίσης πέρασμα... Είναι το «ενδιάμεσο» ένας χώρος μεταξύ των δύο.
.. το σύνορο είναι σαν ένα κενό, αφηγηματικό σύμβολο ανταλλαγών και συναντήσεων.
...μεταστρέφει το σύνορο σε σημείο διάβασης, τον ποταμό, τον «γυρίζει» σε γέφυρα. Αφηγείται αντιστροφές και μετατοπίσεις: η πόρτα που κλείνει είναι ακριβώς εκείνη που ανοίγουμε ο ποταμός εκείνος που δίνει ελεύθερο πέρασμα, το δέντρο εκείνο που σημαδεύει τα βήματα μιας προέλασης, ο φράκτης, σύνολο δικάνων όπου γλιστρά η ματιά.
Κάθε έκβαση είναι το σημείο αφετηρίας άλλων διακλαδώσεων. Κάπου κάπου, τα μονοπάτια αυτού του λαβυρίνθου συγκλίνουν, παραδείγματος χάριν, φτάνετε στο σπίτι μου εσείς που, σένα από τα πιθανά παρελθόντα, είστε εχθρός μου, ενώ σ ένα άλλο, φίλος μου....
(Ο κήπος με τα διακλαδωτά μονοπάτια Mπόρχες. )
για την δομή της πόλης...

Οι πόλεις και τα χωριά σε όλα τα μέρη του κόσμου ανήκουν σε έναν από τους τρεις τύπους, που οργανώνονται είτε γύρω από ένα κέντρο, είτε σε διαμήκη διάταξη, είτε κατά συστάδες (η συστάδα βασίζεται απλά στην εγγύτητα των στοιχείων, ενώ η ομάδα υποδηλώνει μια κανονική, ίσως γεωμετρική δισδιάστατη ή τρισδιάστατη χωρική οργάνωση).
Δύο χωρικά σχήματα ιδιαίτερου ενδιαφέροντος είναι ο κάνναβος και ο λαβύρινθος. Ο κάνναβος είναι ένα «ανοικτό», ορθογώνιο πλέγμα από διαδρομές που μπορούν να γεμίσουν με κτήρια κατά διάφορους τρόπους. Ο λαβύρινθος, αντίθετα είναι ένα σύνολο όπου απουσιάζουν οι ευθείες και οι συνεχείς διαδρομές, ενώ παράλληλα χαρακτηρίζεται από υψηλή πυκνότητα δόμησης. Αποτελεί το παραδοσιακό σχήματα του αραβικού οικισμού. (πνεύμα του τόπου σελ 72-73)
Ρίλκε

«Βρισκόμαστε άραγε εδώ, για να λέμε: σπίτι, γέφυρα, κρήνη, πύλη, κανάτι, δέντρο, παράθυρο - ή το πολύ: κολώνα, πύργος..»
« Εξύμνησε στον Άγγελο τον κόσμο μας, όχι το άρρητο, αυτόν δεν μπορείς να τον θαμπώσεις με μεγαλόπνοες συγκινήσεις. Στο σύμπαν όπου εκείνος τόσο αισθαντικά αισθάνεται, εσύ είσαι μονάχα ένας πρωτάρης. Γι’ αυτό δείξε του κάποιο απλό πράγμα που έπλασε η μια γενιά μετά την άλλη, ώσπου έγινε δικό μας και ζει στα χέρια και στα μάτια μας σαν κομμάτι του εαυτού μας. Πες του για πράγματα που θα σταθεί κατάπληκτος: όπως στάθηκες εσύ πλάι στο σχοινοποιό στη Ρώμη ή στον αγγειοπλάστη του Νείλου. Δείξε του πόσο χαρούμενο μπορεί να είναι ένα πράγμα του, πόσο αθώο και δικό μας, πώς ακόμα και ο θρήνος της θλίψης μπορεί να λάβει καθαρά τη δική του μορφή, υπηρέτησε σαν πράγμα, ή πέθανε σαν πράγμα - κι εκστατικά δραπέτευσε, πιο πέρα από το βιολί. Κι αυτά τα πράγματα που ζουν μόνο παροδικά, ψάχνουν να διασωθούν από εμάς, τους ακόμα πιο προσωρινούς. Θέλουν να τα μεταμορφώσουμε εντελώς μέσα στις αόρατες καρδίες μας για να γίνουν όπως ‘ω ατελείωτα΄όπς εμείς.! Όποιοι τελικά κι αν είμαστε» (Ριλκε, Ένατη Ελεγεία, όπως αναφέρεται στο «το πνεύμα του τόπου» σελ 202)

Το πνευμα του τόπου

.... η οροφή μπορεί να καθορίζει και να οπτικοποιεί την εσωτερική χωρική δομή. Γενικά, η ύπαρξη μιας οροφής προσδιορίζει το ιδιαίτερο είδος του περίκλειστου χώρου, που είναι γνωστός ως «εσωτερικός χώρος». Όταν δεν υπάρχει οροφή, ο ουρανός λειτουργεί ως το άνω όριο, και ο χώρος είναι , παρά τα πλευρικά του όρια, μέρος του «εξωτερικού χώρου». Ένας περίκλειστος χώρος που φωτίζεται από πάνω προκαλεί, συνεπώς την παράξενη αίσθηση του να βρίσκεται ταυτόχρονα και έξω και μέσα. (Το πνεύμα του Τόπου σελ. 70-71)

Jun 27, 2011

Μαραγκού [Λευκωσία]

156
/Από τις αγορές που ευρίσκονται χωριστά πρέπει πρώτα να μνημονεύσουμε το Γυναικοπάζαρο, ανοικτό κάθε Παρασκευή, όπου πωλούνται όλα τα είδη ραπτικής και κάθε τι που ανήκει σε αυτήν... κτλ/

172
/Αντικρίζουμε τα τζαμιά και τους κήπους της πρωτεύουσας. Ένα χαμηλό τείχος, διακοπτόμενο κατακόρυφα από προμαχώνες, εκτείνεται και στρίβει δεξιά και αριστερά. Μια πύλη, επί της οποίας βρίσκεται υψωμένη μια αγγλική σημαία, ανοίγεται μπροστά μας και συνορεύει στη μια της πλευρά με το kisla ή παραπήγματα και στην άλλη με το στρατιωτικό νοσοκομείο. Πάνω από το τείχος και την πύλη ξεπετιούνται μιναρέδες, καμπαναριά και δέντρα· οι μιναρέδες κωνοειδείς στην κορυφή τους ο καθένας επιστέφεται με ένα μισοφέγγαρο· τα καμπαναριά τετραγωνικού σχήματος, με γωνιώδη ανοίγματα, επιστέφονται με σιδερένιους σταυρούς· τα δέντρα, πολλών ειδών και χρωματισμών ποικίλλουν από ιτιές και κυπαρίσσια μέκρι πορτοκαλιές, συκιές και φοινικιές./
Παυλίδης Άντρος. Η Κύπρος.

178
/Εδώ μπροστά μας είναι οι ξυλουργοί, πιο πέρα είναι ο δρόμος των χαλκουργών που λάμπει από τη μια μεριά στην άλλη από την ανταύγεια του χαλκού. Τα πάντα είναι στεγασμένα με ψάθες, τσίγκους, σκισμένα πανιά ή χρησιμοποιημένα τσουβάλια, που κρέμονται σαν αμφίβολη προστασία από τη ζέστη το καλοκαίρι και από τη βροχή το χειμώνα. Τα μαγαζιά είναι κατά κάποιο τρόπο υπαίθρια. Ψωνίζουμε από έξω, σχεδόν χωρίς να μπούμε μέσα, αφού όλα είναι ανοιχτά μπροστά μας, σαν ένα κουτί, που έχουν αφαιρέσει από τις πλευρές του και δίπλα-δίπλα, χωρίς κενό ανάμεσά τους για οικονομία χώρου. Ολόκληρος ο δρόμος με τα υφάσματα καλύπτεται από διακόσμηση. Το κόκκινο αστράφτει σαν φωτιά. Εδώ φτιάχνουν παπλώματα, γεμισμένα με βαμβάκι, απαραίτητος εξοπλισμός κάθε Κύπριου ταξιδιώτη, ενώ λίγο πιο πέρα κάνουν στρώματα. Ένα πλήθος από τουρκάλες περνούν προχωρώντας σιγά σαν ένας κόσμος μικρός τελείως ξεχωριστός, μοιάζοντας αδιάφορες στα μάτια, φορώντας φερετζέ που τον κρατούν με το αριστερό χέρι κρύβοντας έτσι το πρόσωπό τους. Είναι ένα σύννεφο άσπρο, κίτρινο και βιολετί, από το οποίο δε βλέπουμε παρά μόνο το άκρο και τα μικρά άνετα πασούμια.
Στους μπακάληδες υπάρχει ποικιλία από όλα τα προϊόντα της κυπριακής γης μέσα σε μικρά ψάθινα κοφίνια καθώς και ευρωπαϊκά αντικείμενα σε καλές τιμές. Ένας εστιάτορας στο άκρο του πεζοδρομίου ψήνει σουβλάκια. Τα κουρεία ξεχωρίζουν από τις πολλές πετσέτες που είναι κρεμασμένες σε γάντζους πάνω από τις πόρτες ή εγκάρσια της οδού σαν σημαιοστολισμός, για να στεγνώσουν.
Κάτω από τις σκιές αυτών των ίσιων δρόμων, που φωτίζονται αρκετά μόνο στα μέρη όπου διεισδύει ο ήλιος, υπάρχει μια κίνηση σαν σε κυψέλη και ένα συνονθύλευμα πραγμάτων, ζώων και ανθρώπων, που σε αναγκάζουν να περπατάς γρήγορα. Καθώς κινούμαστε ανάμεσα στα εμπορεύματα, που στοιβάζονται και από τις δύο πλευρές του δρόμου, αισθανόμαστε τις μυρωδιές από τα τηγανητά , τα βαμβακερά και τα μπαχαρικά, ενώ προχωρώντας νιώθουμε μερικές φορές το άρωμα του θυμιάματος, που έρχεται από κάποιο μαγαζί, την ώρα που το ανακατεύουν μέσα στο κουτί για να το μυρίσει ο πελάτης./

[Deschamps, Emile. Στην Κύπρο τη Χώρα της Αφροδίτης.]

Jun 26, 2011

Πάνω - Κάτω [de certeau]

Το ανέβασμα σημαίνει απαλλαγή από την επήρεια της πόλης. Το σώμα δεν είναι πια ζωσμένο απ' τους δρόμους που το στρίβουν και το γυρίζουν μπρος πίσω σύμφωνα μ' έναν ανώνυμο νόμο· ούτε κατακυριευμένο, παίκτης ή πιόνι, από τη βουή τόσων διαφορών και τη νευρικότητα της κίνησης στους δρόμους. Όποιος ανεβεί εκεί ψηλά, βγαίνει από τη μάζα που συμπαρασύρει και ανακατεύει μέσα της οποιαδήποτε ταυτότητα δημιουργού ή θεατή. Ίκαρος πάνω από τα νερά αυτά, μπορεί να αγνοήσει τα πανούργα τεχνάσματα του Δαιδάλου σε κινητούς, ατέρμονους λαβύρινθους. Η ανύψωσή του τον μεταμορφώνει σε ηδονοβλεψία. Τον τοποθετεί σε απόσταση. Έξαρση σκοπικής και γνωστικής ενόρμησης. Να μην είσαι τίποτ’ άλλο πέρα από τούτο το βλέπον σημείο, αυτή είναι η μυθοπλασία της γνώσης.

Κάτω απεναντίας, πέρα από κατώφλια όπου παύει η ορατότητα – εκεί ζουν οι συνηθισμένοι χρήστες της πόλης. Στοιχειώδεις μορφή της εμπειρίας αυτής, είναι περιπατητές, οδοιπόροι, το σώμα των οποίων υπακούει στην ανισόπαχη καλλιγραφία ενός αστικού «κειμένου», που το γράφουν χωρίς να μπορούν να το διαβάσουν. Οι δρόμοι που αλληλοδιαπλέκονται σε τούτη τη συνύφανση, ανεπίγνωστα ποιήματα όπου κάθε σώμα είναι ένα στοιχείο υπογραμμένο από πολλά άλλα, διαφεύγουν από την αναγνωσιμότητα. Θαρρείς και μια τύφλωση χαρακτηρίζει της οργανωτικές πρακτικές της κατοικημένης πόλης. Τα δίκτυα αυτών των γραφών που προχωρούν και διασταυρώνονται συνθέτουν μια πολλαπλή ιστορία, δίχως δημιουργό και θεατή, διαμορφωμένη από θραύσματα τροχιάς και αλλοιώσεις χώρων – μια ιστορία που, σε σχέση με τις παραστάσεις, παραμένει καθημερινά, επ’ άπειρον, άλλη.

Jun 18, 2011

Μαραγκού [Λευκωσία]

176 /Η Λευκωσία είναι ένας λαβύρινθος από δρόμους και σοκάκια που περικλείονται σε έναν πέτρινο δακτύλιο. Ένας λαβύρινθος από δρόμους και σοκάκια που ελίσσονται κάτω από μιναρέδες, καμπαναριά και φρουτόδεντρα. Που περιβάλλουν χάνια, κιόσκια και βρύσες. Που μπαίνουν και βγαίνουν ανάμεσα σε καφετιούς τοίχους, τρεχούμενα νερά και σκαμμένα εδάφη. Μόνο ένας ντόπιος κάτοικος της πόλης μπορεί να βρει το δρόμο του από την πύλη στο τζαμί και από το καφενείο στο χάνι.. κάθε κύριος δρόμος "συγγενεύει" με τους υπόλοιπους. Είναι ένα "έντερο" ανάμεσα σε συμπαγείς τοίχους, μέσω του οποίου μια καμήλα με το φορτίο της με δυσκολία μπορεί να ελίσσεται./
[Παυλίδης Άντρος, Η Κύπρος]

156 /Σε όλα αυτά τα μέρη, το πιο ετερόκλητο πλήθος στον κόσμο τρέχει πάνω κάτω, κυρίως πριν το μεσημέρι. Χωρικοί με φανταχτερές ενδυμασίες, Τουρκάλες καλυμμένες, παιδιά με ορθάνοιχτα μάτια. Συναντήσαμε περιφερόμενους μικροπωλητές λαδιού, άλατος ή νερού, αρτοποιούς που μετέφεραν μαύρο ψωμί σε ξύλινους δίσκους, πλανόδιους πωλητές γλυκισμάτων, άτομα που προσέφεραν εύγευστα μικρά κομμάτια κρέατος στον ανοιχτομάτη αγοραστή. Η πιο πολυποίκιλη σκηνή ευρίσκεται παντού μπροστά στα μάτια μας. Μόνο οι καταστηματάρχες μοιάζουν με αγάλματα, ακίνητοι, καπνίζοντας μέσα στη βαθιά σιωπή. Εδώ και εκεί βλέπεις μια πετσέτα να κρέμεται από ένα ραβδί, που είναι η χαρακτηριστική ένδειξη για όλους τους κουρείς, οι περισσότεροι από τους οποίους είναι Έλληνες. Όλοι οι καφετζήδες είναι Τούρκοι, ξαπλωμένοι τεμπέλικα στους πάγκους τους, περιμένοντας τους πελάτες. Από το ένα ή το άλλο κατάστημα κρέμονται πάνω από το πεζοδρόμιο κλουβιά με τρυγόνια ή κοκκινοπόδες πέρδικες. Τουρκικά μπακαλόσκυλα του δρόμου περιφέρονται εδώ κι εκεί, ιδίως τα βράδια, όταν διαλέγουν τις έρημες αγορές ως χώρο για τα παιχνίδια τους, κάνοντας τα αηδιαστικά όργιά τους πάνω στους σωρούς από ακαθαρσίες και χώμα που απορρίπτονται από τους κατοίκους των γειτονικών σπιτιών. [] Τότε βασιλεύει παντού βαθιά σιγή, και μόνο κατά διαστήματα κάποια γυναίκα ή άνδρας ντυμένοι στα άσπρα, με ένα φανάρι γλιστρούν κατά μήκος του τοίχου. Μετά πάλι η σκοτεινή, μοναχική νύχτα αναπαύεται χωρίς ενόχληση. Μια φτωχική λάμπα που κρέμεται από ένα σχοινί σε κάποια γωνιά ή ένα τέμενος, ρίχνει αμυδρό φως στη σκηνή./
[Αρχιδούκας Λουις Σαλβατόρ]

Jun 6, 2011

Labyrinths etc

[Borges]

Through the years, a man peoples a space with images of provinces, kingdoms, mountains, bays, ships, islands, fishes, rooms, tools, stars, horses, and people. Shortly before its death, he discovers that the patient labyrinth of lines traces the image of his own face.


I thought of a labyrinth of labyrinths, of one sinuous spreading labyrinth that would en­compass the past and the future and in some way involve the stars. Absorbed in these illusory images, I forgot my destiny of one pursued. I felt myself to be, for an unknown period of time, an abstract perceiver of the world.

[Lebbeus Woods]

I also agree that walls are often used to divide people. This work and others are meditations on how walls can unite them. It remains to be seen whether or not they might be useful.


[Jean-Clarence Lambert. Situationists. Art, politics, urbanism. Actar 1996]


“The labyrinth as a dynamic conception of space, as opposed to static perspective. But also, an above all, the labyrinth as a structure for mental organization and creative method, wanderings and errors, passes and impasses, luminous breakaways and tragic seclusion, in the generalized mobility of the times (more apparent than real), the grand dialectic of open and closed, of solitude and communion“.