Το ανέβασμα σημαίνει απαλλαγή από την επήρεια της πόλης. Το σώμα δεν είναι πια ζωσμένο απ' τους δρόμους που το στρίβουν και το γυρίζουν μπρος πίσω σύμφωνα μ' έναν ανώνυμο νόμο· ούτε κατακυριευμένο, παίκτης ή πιόνι, από τη βουή τόσων διαφορών και τη νευρικότητα της κίνησης στους δρόμους. Όποιος ανεβεί εκεί ψηλά, βγαίνει από τη μάζα που συμπαρασύρει και ανακατεύει μέσα της οποιαδήποτε ταυτότητα δημιουργού ή θεατή. Ίκαρος πάνω από τα νερά αυτά, μπορεί να αγνοήσει τα πανούργα τεχνάσματα του Δαιδάλου σε κινητούς, ατέρμονους λαβύρινθους. Η ανύψωσή του τον μεταμορφώνει σε ηδονοβλεψία. Τον τοποθετεί σε απόσταση. Έξαρση σκοπικής και γνωστικής ενόρμησης. Να μην είσαι τίποτ’ άλλο πέρα από τούτο το βλέπον σημείο, αυτή είναι η μυθοπλασία της γνώσης.
Κάτω απεναντίας, πέρα από κατώφλια όπου παύει η ορατότητα – εκεί ζουν οι συνηθισμένοι χρήστες της πόλης. Στοιχειώδεις μορφή της εμπειρίας αυτής, είναι περιπατητές, οδοιπόροι, το σώμα των οποίων υπακούει στην ανισόπαχη καλλιγραφία ενός αστικού «κειμένου», που το γράφουν χωρίς να μπορούν να το διαβάσουν. Οι δρόμοι που αλληλοδιαπλέκονται σε τούτη τη συνύφανση, ανεπίγνωστα ποιήματα όπου κάθε σώμα είναι ένα στοιχείο υπογραμμένο από πολλά άλλα, διαφεύγουν από την αναγνωσιμότητα. Θαρρείς και μια τύφλωση χαρακτηρίζει της οργανωτικές πρακτικές της κατοικημένης πόλης. Τα δίκτυα αυτών των γραφών που προχωρούν και διασταυρώνονται συνθέτουν μια πολλαπλή ιστορία, δίχως δημιουργό και θεατή, διαμορφωμένη από θραύσματα τροχιάς και αλλοιώσεις χώρων – μια ιστορία που, σε σχέση με τις παραστάσεις, παραμένει καθημερινά, επ’ άπειρον, άλλη.
No comments:
Post a Comment