176 /Η Λευκωσία είναι ένας λαβύρινθος από δρόμους και σοκάκια που περικλείονται σε έναν πέτρινο δακτύλιο. Ένας λαβύρινθος από δρόμους και σοκάκια που ελίσσονται κάτω από μιναρέδες, καμπαναριά και φρουτόδεντρα. Που περιβάλλουν χάνια, κιόσκια και βρύσες. Που μπαίνουν και βγαίνουν ανάμεσα σε καφετιούς τοίχους, τρεχούμενα νερά και σκαμμένα εδάφη. Μόνο ένας ντόπιος κάτοικος της πόλης μπορεί να βρει το δρόμο του από την πύλη στο τζαμί και από το καφενείο στο χάνι.. κάθε κύριος δρόμος "συγγενεύει" με τους υπόλοιπους. Είναι ένα "έντερο" ανάμεσα σε συμπαγείς τοίχους, μέσω του οποίου μια καμήλα με το φορτίο της με δυσκολία μπορεί να ελίσσεται./
[Παυλίδης Άντρος, Η Κύπρος]
156 /Σε όλα αυτά τα μέρη, το πιο ετερόκλητο πλήθος στον κόσμο τρέχει πάνω κάτω, κυρίως πριν το μεσημέρι. Χωρικοί με φανταχτερές ενδυμασίες, Τουρκάλες καλυμμένες, παιδιά με ορθάνοιχτα μάτια. Συναντήσαμε περιφερόμενους μικροπωλητές λαδιού, άλατος ή νερού, αρτοποιούς που μετέφεραν μαύρο ψωμί σε ξύλινους δίσκους, πλανόδιους πωλητές γλυκισμάτων, άτομα που προσέφεραν εύγευστα μικρά κομμάτια κρέατος στον ανοιχτομάτη αγοραστή. Η πιο πολυποίκιλη σκηνή ευρίσκεται παντού μπροστά στα μάτια μας. Μόνο οι καταστηματάρχες μοιάζουν με αγάλματα, ακίνητοι, καπνίζοντας μέσα στη βαθιά σιωπή. Εδώ και εκεί βλέπεις μια πετσέτα να κρέμεται από ένα ραβδί, που είναι η χαρακτηριστική ένδειξη για όλους τους κουρείς, οι περισσότεροι από τους οποίους είναι Έλληνες. Όλοι οι καφετζήδες είναι Τούρκοι, ξαπλωμένοι τεμπέλικα στους πάγκους τους, περιμένοντας τους πελάτες. Από το ένα ή το άλλο κατάστημα κρέμονται πάνω από το πεζοδρόμιο κλουβιά με τρυγόνια ή κοκκινοπόδες πέρδικες. Τουρκικά μπακαλόσκυλα του δρόμου περιφέρονται εδώ κι εκεί, ιδίως τα βράδια, όταν διαλέγουν τις έρημες αγορές ως χώρο για τα παιχνίδια τους, κάνοντας τα αηδιαστικά όργιά τους πάνω στους σωρούς από ακαθαρσίες και χώμα που απορρίπτονται από τους κατοίκους των γειτονικών σπιτιών. [] Τότε βασιλεύει παντού βαθιά σιγή, και μόνο κατά διαστήματα κάποια γυναίκα ή άνδρας ντυμένοι στα άσπρα, με ένα φανάρι γλιστρούν κατά μήκος του τοίχου. Μετά πάλι η σκοτεινή, μοναχική νύχτα αναπαύεται χωρίς ενόχληση. Μια φτωχική λάμπα που κρέμεται από ένα σχοινί σε κάποια γωνιά ή ένα τέμενος, ρίχνει αμυδρό φως στη σκηνή./
[Αρχιδούκας Λουις Σαλβατόρ]
No comments:
Post a Comment